- στοιχειακοῦ
- στοιχειακόςconnected with the elementsmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιωδομετρία — και ιωδιομετρία, ή χημ. τεχνική τής αναλυτικής χημείας που συνίσταται στην τιτλοδότηση τού στοιχειακού ιωδίου το οποίο ελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας οξειδοαναγωγικής αντίδρασης με τη βοήθεια πρότυπου διαλύματος θειοθειικού νατρίου και… … Dictionary of Greek